-
1 ερεχθω
(только part. praes. ἐρέχθων и part. praes. pass. f ἐρεχθομένη) разрывать, раздирать, терзать(δάκρυσι καὴ στοναχῇσι καὴ ἄλγεσι θυμόν Hom.; ὀδύνῃσιν ἐρεχθομένη HH.)
νηῦς ἐρεχθομένη ἀνέμοισιν Hom. — корабль, швыряемый (из стороны в сторону) ветрами -
2 ἐρέχθω
ἐρέχθω, zerreißen, διακόπτω, Hesych. Uebertr., δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, mit Thränen u. Schmerzen sein Herz zerreißend, aufreibend, Od. 5, 83. 157; pass., νῆα – ἐρεχϑομένην ἀνέμοισιν Il. 23, 317, das von Stürmen hin u. her geschleuderte Schiff; ὀδύνῃσιν ἐρεχϑομένη, von Schmerzen zerrissen, gequält, H. h. Apoll. 358 (Vgl. ἐρείκω, ἐρέϑω).
-
3 ἐρέχθω
A rend, break, :—[voice] Pass., ἐρεχθομένην ἀνέμοισι, of a ship, buffeted by the winds, Il.23.317 : metaph.,ὀδύνῃσιν ἐρεχθομένη h.Ap. 358
;πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις ἐ. Procl.H.7.38
. -
4 ἐρέχθω
ἐρέχθω, zerreißen. Übertr., δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, mit Tränen u. Schmerzen sein Herz zerreißend, aufreibend; pass., νῆα ἐρεχϑομένην ἀνέμοισιν, das von Stürmen hin u. her geschleuderte Schiff; ὀδύνῃσιν ἐρεχϑομένη, von Schmerzen zerrissen, gequält
См. также в других словарях:
ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους … Dictionary of Greek